- ακέστρια
- ἀκέστρια, η (Α)1. η γιάτρισσα ή η μαμμή2. η ράφτρα (Λουκ. Ρητ. διδ. 24).[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλυκό τής λ. ἀκεστήρ*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκεστρίᾳ — ἀκεστρίᾱͅ , ἀκέστρια sempstress fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέστρια — sempstress fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεστρίας — ἀκεστρίᾱς , ἀκέστρια sempstress fem acc pl ἀκεστρίᾱς , ἀκέστρια sempstress fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεστριῶν — ἀκέστρια sempstress fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεστρίαις — ἀκέστρια sempstress fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέστριαι — ἀκέστρια sempstress fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέστριαν — ἀκέστρια sempstress fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρογία — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀκέστρια» … Dictionary of Greek